-
1 разница
разница ж η διαφορά* большая \разница (υπάρχει) μεγάλη- διαφορά, πολύ διαφέρει ◇ какая \разница? τι αλλάζει;* * *жη διαφοράбольша́я ра́зница — (υπάρχει) μεγάλη διαφορά, πολύ διαφέρει
••кака́я ра́зница? — τι αλλάζει
-
2 разница
разниц||аж ἡ διαφορά:существенная \разница οὐσιαστική διαφορἄ \разница в годах διαφορά στήν ἡλικία, διαφορά στά χρόνια· \разница в цене ἡ διαφορά στήν τιμή· с той \разницаей что... μέ τή διαφορά ὅτι...· \разница в том что... ἡ διαφορά εἶναι στό ὅτι...· ◊ какая \разница ? δέν εἶναι τό ἰδιο;· большая \разница ἡ διαφορά εἶναι μεγάλη. -
3 разница
-ы θ.1. διαφορά, ανομοιότητα•разница наших взглядов διαφορά των απόψεων μας•
обещать и дать разница большая разница η υπόσχεση απ ο το δόσιμο έχει μεγάλη διαφορά ή υπόσχεση δε χαλάει, το δόσιμο χαλάει (βλάπτει).
2. έλλειψηισότητας•разница в цене διαφορά στην τιμή.
εκφρ.какая -.? – τι διαφορά υπάρχει; δεν είναι το ίδιο;•сукно сукну разница – (τΐαρμ.) υπάρχει τσόχα και τσόχα, έτερον εκάτερον, άλλα τα μάτια του λαγού κι άλλα της κουκουβάγιας•большая разница – τελείως διαφορετικό πράγμα. -
4 разница
1. (несходство, различие) η διαφορά 2. мат. см. разность.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > разница
-
5 разница
[ράζνιτσα] ουσ. θ. διαφορά -
6 разница
[ράζνιτσα] ουσ θ διαφορά -
7 вес
το βάρ/οςмеры - а τα σταθμά, τα ζύγιαразница между - ом брутто и нетто διαφορά μεταξύ μ(ε)ικτού και καθαρού - ουςмаксимальный взлетный ав. - μέγιστο - απογείωσηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > вес
-
8 отличие
1. (разница, различие) η διαφορά 2. (знак) η διάκριση (το σήμα).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > отличие
-
9 перепад
1. (разница, разность) η διαφορά 2. (падение величины) η πτώσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > перепад
-
10 премия
1. (награда за успехи, заслуги) το βραβείο 2. (дополнительное денежное вознаграждение, выдаваемое за превышение обязательных производственных норм) το δώρο, το πρίμ (ξεν.), το μπόνους (ξεν.) 3. эк. (в поощрении вывоза товаров) η επιδότηση (των εξαγωγών), το ασφάλιστρο 4. фин. (разница между биржевой и номинальной стоимостью ценной бумаги) η διαφορά 5. (бесплатное приложение к журналу, газете, бесплатная придача при покупке некоторых товаров) το (δωρεάν) ένθετο (περιοδικού, εφημερίδας, ενός προϊόντος), το δώροРусско-греческий словарь научных и технических терминов > премия
-
11 расхождение
1. (тех., мат.) (отклонение от нормы) η απόκλιση 2. (разногласие, противоречие)η διαφωνία, η διάσταση, η διαφορά 3. (стыка, шва) η διάνοιξη, το άνοιγμα (π.χ. τηςραφής, της ένωσης) 4. (разница, различие,неравенство) η διαφορά, η διάσταση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > расхождение
-
12 цена
η τιμ/ή- ы не включают НДС (налог на добавленную стоимость) - ές δεν περιλαμβάνουν το Φ.Π.Α. (Φόρο Προστιθέμενης Αξίας)падать резко в - е πέφτω απότομα/κατακόρυφα σε -пересмотр цен - αναθεώρηση/επανεξέταση των - ώνповышение цен αύξηση/άνοδος - ώνпредлагать - у προσφέρω/προτείνω την -предоставлять особую - у παρέχω/παραχωρώ ειδική -прейскурант с - ами СИФ τιμοκατάλογος με τιμές С.I.F. (που περιλαμβάνουν το κόστος του εμπορεύματος, το ναύλο και τα ασφάλιστρα)прейскурант с - ами ФОБ τιμοκατάλογος με - ές F.O.B. (που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε δαπάνη μέχρι τη μεταφορά του στο πλοίο)продавать по высокой (низкой) - е πουλάω/πωλώ με υψηλή (χαμηλή) -сбивать - ы κατεβάζω/κόβω τις - έςснижать - ы μειώνω/κατεβάζω τις - έςснижение цен μείωση - ών, οι εκπτώσειςсохранять - ы (на прежнем уровне) κρατάω/κρατώ τις - ές (στο ίδιο επίπεδο)увеличивать - у на... % αυξάνω την - κατά... %указывать - у σημειώνω/γράφω την -уменьшать - у μειώνω/κατεβάζω την -биржевая - δημοσιευμένη -, οριζόμενη - (χρηματιστηρίου)бросовая торг. - κάτω του κόστουςваловая - ακαθάριστη -, μ(ε)ικτή ----выпускная - διάθεσης (χρεωγράφων, μετοχών)-завышенная - υπερτιμημένη -, αυξημένη -заниженная - υποτιμημένη -, μειωμένη --зональная - ισχύουσα στην περιφέρεια ή ζώνη (όπου τα έξοδα παράδοσης είναι διάφορα από κάθε σημείο της ζώνης)- Κ ΑΦ - περιέχουσα την αξία του εμπορεύματος και το ναύλο μεταφοράς στο λιμάνη προορισμούпокупная - αγοράς, αγοραστική -приемлемая - προσιτή -, αποδεκτή -- СИФ - που περιλαμβάνει το κόστος του εμπορεύματος, το ναύλο και τα ασφάλιστρα, разг. - С.Ι.F. (ξεν.)-- ФОБ - που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε έξοδα μέχρι τη μεταφορά του στο πλοίο - F.O.B (ξεν)- ФОБ со штивкой - που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε έξοδα μέχρι τη μεταφορά του στο πλοίο και τα έξοδα της στοιβασίας- ФОР - που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε έξοδα μέχρι την τοποθέτηση του στα σιδηροδρομικά οχήματα/βαγόνια - F.O.R (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > цена
-
13 заметный
заметный φανερός αισθη τός, επιφανής (явный)' \заметныйая разница η καταφανής διαφορά* * *φανερός; αισθητός, επιφανής ( явный)заме́тная ра́зница — καταφανής διαφορά
-
14 заметный
заметн||ыйприл1. (видимый) αἰσθητός, ἀξιοσημείωτος, φανερός:\заметныйая разница ἡ καταφανής διαφορά·2. (выдающийся) ἀξιόλογος, ἐξέχων, διακεκριμένος:он человек \заметный εἶναι ἄνθρωπος ἀξιόλογος. -
15 небольшой
небольш||ойприл μικρός / (ό)λίγος (по количеству)/ ἀσήμαντος (незначительный):привезли́ книги в \небольшойо́м количестве ἐφεραν λίγα βιβλία· \небольшойая высота τό μικρό ὕψος· \небольшойо́е расстояние κοντινή ἀπόσταση· \небольшой перерыв τό μικρό διάλειμμα· \небольшой срок σύντομο χρονικό διάστημα· \небольшойая разница ἀσήμαντη διαφορά· ◊ с \небольшойи́м καί κάτι παραπάνω, καί λίγο παραπάνω· тридцать рублей с \небольшойи́м τριάντα ρούβλια καί κάτι. -
16 состоять
состо||ятьнесов1. (быть) είμαι:\состоять· членом клу́ба εἶμαι μέλος τής λέσχης· \состоять в како́й-л. должности κατέχω κάποια θέση· \состоять в браке εἶμαι παντρεμένος·2. (заключаться) συνίσταμαι:разница \состоятьит в том, что... ἡ διαφορά συνίσταται στό ὅτι...·3. (быть составленным, иметь в своем составе) ἀποτελούμαι, συνίσταμαι, συγκροτοῦμαι:эта квартира \состоятьит из трех комнат αὐτό τό διαμέρισμα ἀποτελείται ἀπό τρία δωμάτια. -
17 чувствительный
чувстви́тельн||ыйприл1. (о характере человека) εὐαίσθητος, εὐθικτος/ αίσθαντικός, συναισθηματικός (сентиментальный)·2. (о приборах и т. п.) εὐαίθητος·3. (о нервах, клетках организма) εὐαίσθητος, αἰσθητήριος:\чувствительныйый нерв τό αἰσθητήριο νεῦρο·4. (ощутимый) αίσθητός:\чувствительныйая разница ἡ αίσθητή διαφορά. -
18 в
κ. во πρόθεση με αιτ. κ. προθτ. πτώση.1. προσδιορίζει: τόπο, κατεύθυνση, θέση, τομέα δράσης• εις, στον, στην κ.τ.τ.,σε, για•положить в ящик βάζω στο κιβώτιο•
товар находится в ящиках хо εμπόρευμα είναι στα κιβώτια•
уеду в Афины θα φύγω για την Αθήνα•
живу в Афинах ζω στην Αθήνα•
подать заявление в университет υποβάλλω αίτηση στο Πανεπιστήμιο•
учусь в университете σπουδάζω στο Πανεπιστήμιο•
уйти в работу φεύγω για τη δουλιά•
он весь день в работе αυτός όλη τη μέρα είναι στη δουλιά.
2. προσδιορίζει μορφή, κατάσταση, είδος• σε•лекарство в порошках φάρμακο σε σκονάκια•
сахар в кусках ζάχαρη (σε) κομμάτια.
3. δείχνει την εξωτερική όψη, το περίβλημα, την ενδυμασία• αποδίδεται στην ελληνική με τις προθέσεις: σε, στον, στην κ.τ.τ., μπορεί όμως και χωρίς αυτές•одеться в шубу φορώ τη γούνα•
4. σημαίνει ποσό μονάδων σε• ή και χωρίς την πρόθεση•комедия в трех действиях κωμωδία σε τρεις πράξεις•
длиной в два метра μάκρος δυο μέτρα.
5. προσδιορίζει χρόνο• (μέσα) σε, στον, στην κ.τ.τ. ή και χωρίς ελλ. πρόθεση•в ночь на четверг τη νύχτα της Πέμπτης•
в один день (μέσα) σε μια μέρα•
в прошлом году τον περασμένο χρόνο (πέρυσι)•
приду в пятницу θα έρθω την Παρασκευή•
разница в годах διαφορά στα χρόνια.
|| προσδιορίζει τομέα• στον, στην κ.τ.τ. знаток в литературе γνώστης (κάτοχος) της φιλολογίας.6. δείχνει πολλαπλάσιο•в три раза больше τρεις φορές περισσότερο.
7. χάριν, για, στο, στα•сказать в шутку λέγω για αστεία, στ’ αστεία, χάριν αστειότητας.
8. δείχνει ομοιότητα•мальчик весь в отца το παιδί είναι ίδιος (απαράλλαχτος) πατέρας, μοιάζει σ’ όλα τον πατέρα.
9. με προθετ. χρησιμοποιείται για καθορισμό απόστασης• σε•в двух шагах от меня (σε) δυο βήματα από μένα•
в пяти минутах ходьбы от города πέντε λεπτά μακριά από την πόλη με τα πόδια.
10. δείχνει τη σειρά• κατά•во-первых (κατά) πρώτον•
в-третьих (κατά) τρίτον•
в-шестых έκτον.
-
19 неприметный
επ., βρ: -тен, -тна, -тно.1. απαρατήρητος• δυσδιάκριτος. || ασήμαντος, ανεπαίσθητος• ελάχιστος•-ая разница ελάχιστη διαφορά.
2. ασήμαντος, αφανής•неприметный человек ασήμαντος άνθρωπος (ανθρωπάριο).
-
20 состоять
ρ.δ.1. συνίσταμαι, αποτελούμαι, (συν)απαρτίζομαι, σύγκειμαι•квартира -ит из двух комнат το διαμέρισμα αποτελείται από δυο δωμάτια•
семья -ит из пяти человек η οικογένεια αποτελείται από πέντε άτομα ή μέλη•
в чём -ят обязанности? σε τι συνίστανται οι υποχρεώσεις;•
разница -ит в том... η διαφορά συνίσταται στο...
2. είμαι μέλος•состоять в профсоюзе είμαι μέλος του συνδικάτου.
|| είμαι, διατελώ, υπηρετώ•состоять на службе είμαι στην υπηρεσία, υπηρετώ.
|| διατελώ σε μια κατάσταση•состоять в браке είμαι παντρεμένος, έγγαμος•
состоять под суд είμαι υπόδικος, έχω•
переписке έχω αλληλογραφία•
состоять в дружбе έχω φιλία.
γίνομαι, διεξάγομαι, πραγματοποιούμαι•лекция -ится завтра η διάλεξη θα γίνει αύριο.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
РАЗНИЦА — РАЗНИЦА, разницы, мн. нет, жен. 1. Величина, сумма, являющаяся разностью между двумя числами, суммами, величинами. Получить разницу между старым и новым окладом. 2. Несходство, различие в чем нибудь. «…Народ не видел существенной разницы между… … Толковый словарь Ушакова
разница — Различие, разность, отличие. Дистанция огромного размера (т. е. большая дистанция) . Гриб. Они и я это разница с. Земля и небо Дост. .. Прот. сравнивать... Словарь русских синонимов и сходных по смыслу выражений. под. ред. Н. Абрамова, М.:… … Словарь синонимов
РАЗНИЦА — РАЗНИЦА, ы, жен. 1. Несходство, различие в чём н. Р. в возрасте. Р. в образовании, во взглядах. Р. в цене, в весе. 2. Величина, являющаяся разностью между двумя другими. Р. в окладах. Получить, выплатить разницу. • Какая разница? (разг.) не всё… … Толковый словарь Ожегова
РАЗНИЦА — (margin) 1. Процент стоимости товаров, который нужно добавить к их стоимости, чтобы получить продажную цену. 2. Разница между ценами продажи и покупки ценных бумаг делателем рынка (market maker) или товаров – дилером. На неофициальной лексике… … Финансовый словарь
разница — РАЗНИЦА, отличие, различие, разг. сниж. отличка РАЗНЫЙ, отличный, различный … Словарь-тезаурус синонимов русской речи
Разница — См. розница В. В. Виноградов. История слов, 2010 … История слов
разница — 1. Несходство, различие в чем нибудь. 2. Величина, являющаяся разностью между двумя другими. [http://www.lexikon.ru/dict/buh/index.html] Тематики бухгалтерский учет … Справочник технического переводчика
разница — сущ., ж., употр. часто Морфология: (нет) чего? разницы, чему? разнице, (вижу) что? разницу, чем? разницей, о чём? о разнице; мн. что? разницы 1. Разницей называется качественное различие между кем либо, чем либо. Единственная, принципиальная,… … Толковый словарь Дмитриева
разница — • большая разница • великая разница • громадная разница • значительная разница • колоссальная разница • неизмеримая разница • огромная разница • принципиальная разница • серьезная разница • существенная разница … Словарь русской идиоматики
разница — ы; ж. 1. Несходство, различие в чём л. Р. возрастов, характеров, взглядов. Р. в весе, в цене. Р. в возрасте, во вкусах, во времени. Р. в условиях жизни. Р. между детьми, между сыном и дочерью. Р. между постройками существенная. Видеть, понимать,… … Энциклопедический словарь
разница — (не) видеть разницы • Neg, знание, понимание понять разницу • знание, понимание почувствовать разницу • начало, знание, понимание разница составляет • субъект, оценка, соответствие существует значительная разница • существование / создание,… … Глагольной сочетаемости непредметных имён